- Κοισυρα
- Κοισύρα(ῠ) ἥ Кесира (афинянка, жена Алкмеона) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κοισύρα — Κοισύρᾱ , Κοισύρη fem nom/voc/acc dual Κοισύρᾱ , Κοισύρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοισύρᾳ — Κοισύρᾱͅ , Κοισύρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοισύρας — Κοισύρᾱς , Κοισύρη fem acc pl Κοισύρᾱς , Κοισύρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοισύραν — Κοισύρᾱν , Κοισύρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοισυρούμαι — ἐγκοισυροῡμαι ( όομαι) (Α) (για γυναίκα) ντύνομαι, στολίζομαι με πολυτέλεια και απρέπεια όπως η Κοίσυρα … Dictionary of Greek